αλληλεγγυότητα

αλληλεγγυότητα
η [αλληλέγγυος]
1. κοινή ευθύνη ή υποχρέωση
2. αλληλοβοήθεια, συμπαράσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλληλεγγυότητα — η η σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε αλληλέγγυους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλληλέγγυος — α, ο (Α ἀλληλέγγυος, ον) αυτός που είτε από εκούσια δέσμευση είτε από τον νόμο έχει με άλλον ή άλλους κοινή υποχρέωση ή ευθύνη νεοελλ. 1. συνεργός, συμβοηθός, συμπαραστάτης 2. το ουδ. ως ουσ. το αλληλέγγυον η σχέση αλληλεγγύης, αμοιβαία ευθύνη,… …   Dictionary of Greek

  • αλληλ(ο)- — (από την αντων. αλλήλων), α’ συνθετικό ονομάτων και ρημάτων το οποίο δηλώνει αλληλεγγυότητα: Αλληλέγγυος, αλληλογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”